Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ἀπὸ τῶν ὀστῶν

  • 1 αφιστημι

        ион. ἀπίστημι (в неперех. знач. aor. 2 ἀπέστην, pf.-praes. ἀφέστηκα, ppf.- impf. ἀφεστήκη и ἀφεστήκειν)
        1) тж. med. отставлять в сторону, отводить, отстранять, удалять
        

    (ἄχος Aesch.; τινα Xen. и τινά τινος Plat.; med. Ἀργείων δόρυ πυλῶν Eur.)

        τὰ ξυγκείμενα ἀπ΄ ἀλλήλων ἀ. Plat. — разделять соединенное, разъединять

        2) отрывать, склонять к отпадению
        

    (τοὺς Ἴωνας ἀπὸ Κροίσου Her.; ξυμμάχους Thuc.; ἅπασαν Ἰωνίαν Plut.)

        3) смещать, увольнять
        

    (ἄρχοντα Xen.; τινὰ τοῦ ἄρχειν Plut.)

        4) тж. med. быть удаленным, находиться вдали

    (τινός Hom.)

    ; δοῦλος ἀφεστώς Lys. беглый раб; ἀ. φρενῶν Soph. быть не в своем уме; ἀποστάντες ἔβαλλον ἀκοντίοις Plut. они издали метали копья
        5) разниться, отличаться
        

    (τινος Dem.)

        πόρρω ἀφέστηκε βασιλεὺς τυράννου Plat.есть большая разница между царем и тиранном

        6) тж. med. уходить, отходить, удаляться
        

    (τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Hom.; med. ἐκ Σικελίας Thuc.)

        οὐδέν τι μᾶλλον ἀφίσταμαι Plat. — я все же не уступаю;
        ἀπέστη εἰπών … Arst. — уклонившись в сторону, он сказал, что …;
        ἀφίστασθαι τὸν ἥλιον ὑπὸ τὰς σκιάς Xen.уходить от солнца в тень

        7) уклоняться, воздерживаться, тж. отказываться
        

    (τινός Isocr., Polyb.)

        ἀπέστην τοῦτ΄ ἐρωτῆσαι Eur. — я не решаюсь спросить об этом;
        ἀ. τῆς ἐλπίδος Dem. — оставлять надежду;
        ἀποστῆναι πολιορκίας Plut.снять осаду

        8) тж. med. отпадать, отделяться
        

    (τινός и ἀπό τινος Her.)

        ἀποστὰς ἐς Μυσούς Xen. — отложившись и перейдя на сторону мисийцев;
        πρὸς πολεμίους ἀφιστάμενος Xen.перебежавший к врагам

        9) med. отставать, отделяться, отслаиваться
        10) преимущ. med. снимать с себя, т.е. уплачивать
        

    (χρεῖος Hom.; τὸν χαλκόν Dem.)

    Древнегреческо-русский словарь > αφιστημι

См. также в других словарях:

  • μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… …   Dictionary of Greek

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»